Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρεπτικῶς
καταστρέφω
View word page
καταστοχέω
hit the mark
ShortDef
hit the mark
Debugging
Headword:
καταστοχέω
Headword (normalized):
καταστοχέω
Headword (normalized/stripped):
καταστοχεω
IDX:
46737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46738
Key:
Data
{'content': 'hit the mark'}