Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρεπτικῶς
View word page
καταστοχαστικός
of conjecture

ShortDef

of conjecture

Debugging

Headword:
καταστοχαστικός
Headword (normalized):
καταστοχαστικός
Headword (normalized/stripped):
καταστοχαστικος
IDX:
46736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46737
Key:

Data

{'content': 'of conjecture'}