Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
View word page
καταστοχαστέον
one must guess

ShortDef

one must guess

Debugging

Headword:
καταστοχαστέον
Headword (normalized):
καταστοχαστέον
Headword (normalized/stripped):
καταστοχαστεον
IDX:
46734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46735
Key:

Data

{'content': 'one must guess'}