Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
View word page
καταστοχασμός
conjecture

ShortDef

conjecture

Debugging

Headword:
καταστοχασμός
Headword (normalized):
καταστοχασμός
Headword (normalized/stripped):
καταστοχασμος
IDX:
46733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46734
Key:

Data

{'content': 'conjecture'}