Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
View word page
καταστοχάζομαι
aim at

ShortDef

aim at

Debugging

Headword:
καταστοχάζομαι
Headword (normalized):
καταστοχάζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταστοχαζομαι
IDX:
46732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46733
Key:

Data

{'content': 'aim at'}