Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
View word page
καταστόρεσις
layering

ShortDef

layering

Debugging

Headword:
καταστόρεσις
Headword (normalized):
καταστόρεσις
Headword (normalized/stripped):
καταστορεσις
IDX:
46731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46732
Key:

Data

{'content': 'layering'}