Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
View word page
καταστοναχέω
to bewail

ShortDef

to bewail

Debugging

Headword:
καταστοναχέω
Headword (normalized):
καταστοναχέω
Headword (normalized/stripped):
καταστοναχεω
IDX:
46728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46729
Key:

Data

{'content': 'to bewail'}