Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστιλβόομαι
καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
View word page
καταστομίς
mouthpiece of a flute

ShortDef

mouthpiece of a flute

Debugging

Headword:
καταστομίς
Headword (normalized):
καταστομίς
Headword (normalized/stripped):
καταστομις
IDX:
46727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46728
Key:

Data

{'content': 'mouthpiece of a flute'}