Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
View word page
καταστομίζω
put to silence

ShortDef

put to silence

Debugging

Headword:
καταστομίζω
Headword (normalized):
καταστομίζω
Headword (normalized/stripped):
καταστομιζω
IDX:
46725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46726
Key:

Data

{'content': 'put to silence'}