Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστοχασμός
View word page
καταστολή
equipment, dress

ShortDef

equipment, dress

Debugging

Headword:
καταστολή
Headword (normalized):
καταστολή
Headword (normalized/stripped):
καταστολη
IDX:
46723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46724
Key:

Data

{'content': 'equipment, dress'}