Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστηματικός
καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
View word page
καταστοιχίζω
instruct in the rudiments

ShortDef

instruct in the rudiments

Debugging

Headword:
καταστοιχίζω
Headword (normalized):
καταστοιχίζω
Headword (normalized/stripped):
καταστοιχιζω
IDX:
46722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46723
Key:

Data

{'content': 'instruct in the rudiments'}