Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστηλόω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
View word page
καταστοιβάζω
pack, compress

ShortDef

pack, compress

Debugging

Headword:
καταστοιβάζω
Headword (normalized):
καταστοιβάζω
Headword (normalized/stripped):
καταστοιβαζω
IDX:
46720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46721
Key:

Data

{'content': 'pack, compress'}