Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
καταστοναχέω
View word page
καταστίλβω
to send beaming forth

ShortDef

to send beaming forth

Debugging

Headword:
καταστίλβω
Headword (normalized):
καταστίλβω
Headword (normalized/stripped):
καταστιλβω
IDX:
46718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46719
Key:

Data

{'content': 'to send beaming forth'}