Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
καταστομίς
View word page
καταστιλβόομαι
to be brilliant

ShortDef

to be brilliant

Debugging

Headword:
καταστιλβόομαι
Headword (normalized):
καταστιλβόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταστιλβοομαι
IDX:
46717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46718
Key:

Data

{'content': 'to be brilliant'}