Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
καταστόμιον
View word page
κατάστικτος
spotted, speckled, brindled
ShortDef
spotted, speckled, brindled
Debugging
Headword:
κατάστικτος
Headword (normalized):
κατάστικτος
Headword (normalized/stripped):
καταστικτος
IDX:
46716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46717
Key:
Data
{'content': 'spotted, speckled, brindled'}