Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστεφάνωσις
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
καταστομίζω
View word page
καταστίζω
to cover with punctures

ShortDef

to cover with punctures

Debugging

Headword:
καταστίζω
Headword (normalized):
καταστίζω
Headword (normalized/stripped):
καταστιζω
IDX:
46715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46716
Key:

Data

{'content': 'to cover with punctures'}