Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
καταστολίζω
View word page
κατάστιγμα
point, spot
ShortDef
point, spot
Debugging
Headword:
κατάστιγμα
Headword (normalized):
κατάστιγμα
Headword (normalized/stripped):
καταστιγμα
IDX:
46714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46715
Key:
Data
{'content': 'point, spot'}