Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστερισμός
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
καταστολή
View word page
καταστηρίζω
establish

ShortDef

establish

Debugging

Headword:
καταστηρίζω
Headword (normalized):
καταστηρίζω
Headword (normalized/stripped):
καταστηριζω
IDX:
46713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46714
Key:

Data

{'content': 'establish'}