Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστερίζω
καταστερισμός
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
καταστοιχίζω
View word page
καταστηματικός
established: sedate

ShortDef

established: sedate

Debugging

Headword:
καταστηματικός
Headword (normalized):
καταστηματικός
Headword (normalized/stripped):
καταστηματικος
IDX:
46712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46713
Key:

Data

{'content': 'established: sedate'}