Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστένω
καταστερίζω
καταστερισμός
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
καταστοιχειόομαι
View word page
κατάστημα
a condition

ShortDef

a condition

Debugging

Headword:
κατάστημα
Headword (normalized):
κατάστημα
Headword (normalized/stripped):
καταστημα
IDX:
46711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46712
Key:

Data

{'content': 'a condition'}