Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστενοχωρέω
καταστένω
καταστερίζω
καταστερισμός
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
κατάστιξις
καταστοιβάζω
View word page
καταστηλόω
mark with pillars

ShortDef

mark with pillars

Debugging

Headword:
καταστηλόω
Headword (normalized):
καταστηλόω
Headword (normalized/stripped):
καταστηλοω
IDX:
46710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46711
Key:

Data

{'content': 'mark with pillars'}