Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταστενάζω
καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
καταστένω
καταστερίζω
καταστερισμός
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
καταστίλβω
View word page
κατάστεψις
crowning
ShortDef
crowning
Debugging
Headword:
κατάστεψις
Headword (normalized):
κατάστεψις
Headword (normalized/stripped):
καταστεψις
IDX:
46708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46709
Key:
Data
{'content': 'crowning'}