Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάστελμα
καταστενάζω
καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
καταστένω
καταστερίζω
καταστερισμός
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
κατάστικτος
καταστιλβόομαι
View word page
καταστέφω
to deck with garlands, crown, wreath

ShortDef

to deck with garlands, crown, wreath

Debugging

Headword:
καταστέφω
Headword (normalized):
καταστέφω
Headword (normalized/stripped):
καταστεφω
IDX:
46707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46708
Key:

Data

{'content': 'to deck with garlands, crown, wreath'}