Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάστειρος
καταστέλλω
κατάστελμα
καταστενάζω
καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
καταστένω
καταστερίζω
καταστερισμός
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστηρίζω
κατάστιγμα
καταστίζω
View word page
καταστεφάνωσις
crowning

ShortDef

crowning

Debugging

Headword:
καταστεφάνωσις
Headword (normalized):
καταστεφάνωσις
Headword (normalized/stripped):
καταστεφανωσις
IDX:
46705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46706
Key:

Data

{'content': 'crowning'}