Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταστείβω
κατάστειρος
καταστέλλω
κατάστελμα
καταστενάζω
καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
καταστένω
καταστερίζω
καταστερισμός
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
κατάστημα
καταστηματικός
καταστηρίζω
κατάστιγμα
View word page
καταστεφανόω
to crown
ShortDef
to crown
Debugging
Headword:
καταστεφανόω
Headword (normalized):
καταστεφανόω
Headword (normalized/stripped):
καταστεφανοω
IDX:
46704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46705
Key:
Data
{'content': 'to crown'}