Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
καταστέλλω
κατάστελμα
καταστενάζω
καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
καταστένω
καταστερίζω
καταστερισμός
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
κατάστημα
View word page
καταστένω
to sigh over

ShortDef

to sigh over

Debugging

Headword:
καταστένω
Headword (normalized):
καταστένω
Headword (normalized/stripped):
καταστενω
IDX:
46701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46702
Key:

Data

{'content': 'to sigh over'}