Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
καταστέλλω
κατάστελμα
καταστενάζω
καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
καταστένω
καταστερίζω
καταστερισμός
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
καταστηλόω
View word page
καταστενοχωρέω
drive into a narrow space
ShortDef
drive into a narrow space
Debugging
Headword:
καταστενοχωρέω
Headword (normalized):
καταστενοχωρέω
Headword (normalized/stripped):
καταστενοχωρεω
IDX:
46700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46701
Key:
Data
{'content': 'drive into a narrow space'}