Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
καταστέλλω
κατάστελμα
καταστενάζω
καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
καταστένω
καταστερίζω
καταστερισμός
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
καταστηλιτεύω
View word page
καταστεναχέω
mourn for
ShortDef
mourn for
Debugging
Headword:
καταστεναχέω
Headword (normalized):
καταστεναχέω
Headword (normalized/stripped):
καταστεναχεω
IDX:
46699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46700
Key:
Data
{'content': 'mourn for'}