Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
καταστέλλω
κατάστελμα
καταστενάζω
καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
καταστένω
καταστερίζω
καταστερισμός
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
καταστεφής
καταστέφω
κατάστεψις
View word page
καταστενάζω
sigh, mourn

ShortDef

sigh, mourn

Debugging

Headword:
καταστενάζω
Headword (normalized):
καταστενάζω
Headword (normalized/stripped):
καταστεναζω
IDX:
46698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46699
Key:

Data

{'content': 'sigh, mourn'}