Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
καταστέλλω
κατάστελμα
καταστενάζω
καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
καταστένω
καταστερίζω
καταστερισμός
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
καταστεφής
View word page
καταστέλλω
to put in order, arrange

ShortDef

to put in order, arrange

Debugging

Headword:
καταστέλλω
Headword (normalized):
καταστέλλω
Headword (normalized/stripped):
καταστελλω
IDX:
46696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46697
Key:

Data

{'content': 'to put in order, arrange'}