Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
καταστέλλω
κατάστελμα
καταστενάζω
καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
καταστένω
καταστερίζω
καταστερισμός
καταστεφανόω
καταστεφάνωσις
View word page
κατάστειρος
barren

ShortDef

barren

Debugging

Headword:
κατάστειρος
Headword (normalized):
κατάστειρος
Headword (normalized/stripped):
καταστειρος
IDX:
46695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46696
Key:

Data

{'content': 'barren'}