Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
καταστέλλω
κατάστελμα
καταστενάζω
καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
καταστένω
καταστερίζω
View word page
κατάστεγνος
close-covered

ShortDef

close-covered

Debugging

Headword:
κατάστεγνος
Headword (normalized):
κατάστεγνος
Headword (normalized/stripped):
καταστεγνος
IDX:
46692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46693
Key:

Data

{'content': 'close-covered'}