Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
καταστέλλω
κατάστελμα
καταστενάζω
καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
καταστένω
View word page
καταστεγνόομαι
to be closely covered

ShortDef

to be closely covered

Debugging

Headword:
καταστεγνόομαι
Headword (normalized):
καταστεγνόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταστεγνοομαι
IDX:
46691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46692
Key:

Data

{'content': 'to be closely covered'}