Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
καταστέλλω
κατάστελμα
καταστενάζω
καταστεναχέω
καταστενοχωρέω
View word page
καταστέγασμα
a covering
ShortDef
a covering
Debugging
Headword:
καταστέγασμα
Headword (normalized):
καταστέγασμα
Headword (normalized/stripped):
καταστεγασμα
IDX:
46690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46691
Key:
Data
{'content': 'a covering'}