Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
καταστέλλω
κατάστελμα
καταστενάζω
καταστεναχέω
View word page
καταστεγάζω
to cover over
ShortDef
to cover over
Debugging
Headword:
καταστεγάζω
Headword (normalized):
καταστεγάζω
Headword (normalized/stripped):
καταστεγαζω
IDX:
46689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46690
Key:
Data
{'content': 'to cover over'}