Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
καταστέλλω
κατάστελμα
καταστενάζω
View word page
καταστατόν
kind of cake

ShortDef

kind of cake

Debugging

Headword:
καταστατόν
Headword (normalized):
καταστατόν
Headword (normalized/stripped):
καταστατον
IDX:
46688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46689
Key:

Data

{'content': 'kind of cake'}