Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
καταστέλλω
κατάστελμα
View word page
καταστατικός
fitted for calming

ShortDef

fitted for calming

Debugging

Headword:
καταστατικός
Headword (normalized):
καταστατικός
Headword (normalized/stripped):
καταστατικος
IDX:
46687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46688
Key:

Data

{'content': 'fitted for calming'}