Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
καταστέλλω
View word page
καταστάτης
an establisher, restorer

ShortDef

an establisher, restorer

Debugging

Headword:
καταστάτης
Headword (normalized):
καταστάτης
Headword (normalized/stripped):
καταστατης
IDX:
46686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46687
Key:

Data

{'content': 'an establisher, restorer'}