Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
κατάστειρος
View word page
καταστατέος
one must appoint

ShortDef

one must appoint

Debugging

Headword:
καταστατέος
Headword (normalized):
καταστατέος
Headword (normalized/stripped):
καταστατεος
IDX:
46685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46686
Key:

Data

{'content': 'one must appoint'}