Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
καταστείβω
View word page
καταστατέον
one must appoint

ShortDef

one must appoint

Debugging

Headword:
καταστατέον
Headword (normalized):
καταστατέον
Headword (normalized/stripped):
καταστατεον
IDX:
46684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46685
Key:

Data

{'content': 'one must appoint'}