Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
κατάστεγος
View word page
κατάστασις
a settling, appointing, appointment, institution

ShortDef

a settling, appointing, appointment, institution

Debugging

Headword:
κατάστασις
Headword (normalized):
κατάστασις
Headword (normalized/stripped):
καταστασις
IDX:
46683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46684
Key:

Data

{'content': 'a settling, appointing, appointment, institution'}