Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάσσυτος
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
κατάστεγνος
View word page
καταστασιαστικός
factious
ShortDef
factious
Debugging
Headword:
καταστασιαστικός
Headword (normalized):
καταστασιαστικός
Headword (normalized/stripped):
καταστασιαστικος
IDX:
46682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46683
Key:
Data
{'content': 'factious'}