Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
καταστεγνόομαι
View word page
καταστασιάζω
to form a counter-party in the state

ShortDef

to form a counter-party in the state

Debugging

Headword:
καταστασιάζω
Headword (normalized):
καταστασιάζω
Headword (normalized/stripped):
καταστασιαζω
IDX:
46681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46682
Key:

Data

{'content': 'to form a counter-party in the state'}