Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασπουδαζόντως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
καταστέγασμα
View word page
κατάσταξις
dropping down, dripping

ShortDef

dropping down, dripping

Debugging

Headword:
κατάσταξις
Headword (normalized):
κατάσταξις
Headword (normalized/stripped):
κατασταξις
IDX:
46680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46681
Key:

Data

{'content': 'dropping down, dripping'}