Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
καταστεγάζω
View word page
κατασταμνίζω
draw off wine into a smaller vessel
ShortDef
draw off wine into a smaller vessel
Debugging
Headword:
κατασταμνίζω
Headword (normalized):
κατασταμνίζω
Headword (normalized/stripped):
κατασταμνιζω
IDX:
46679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46680
Key:
Data
{'content': 'draw off wine into a smaller vessel'}