Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασπορεύς
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
καταστατόν
View word page
κατασταλτικός
fitted for checking

ShortDef

fitted for checking

Debugging

Headword:
κατασταλτικός
Headword (normalized):
κατασταλτικός
Headword (normalized/stripped):
κατασταλτικος
IDX:
46678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46679
Key:

Data

{'content': 'fitted for checking'}