Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατέος
καταστάτης
καταστατικός
View word page
κατασταθμισμός
weighing out
ShortDef
weighing out
Debugging
Headword:
κατασταθμισμός
Headword (normalized):
κατασταθμισμός
Headword (normalized/stripped):
κατασταθμισμος
Intro Text:
weighing out
IDX:
46677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46678
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "weighing out" }