Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατέος
καταστάτης
View word page
καταστάθμησις
accurate measurement

ShortDef

accurate measurement

Debugging

Headword:
καταστάθμησις
Headword (normalized):
καταστάθμησις
Headword (normalized/stripped):
κατασταθμησις
IDX:
46676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46677
Key:

Data

{'content': 'accurate measurement'}