Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάσπιλος
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
καταστατέος
View word page
κατασταθμεύω
put into a stable

ShortDef

put into a stable

Debugging

Headword:
κατασταθμεύω
Headword (normalized):
κατασταθμεύω
Headword (normalized/stripped):
κατασταθμευω
IDX:
46675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46676
Key:

Data

{'content': 'put into a stable'}