Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
καταστατέον
View word page
καταστάζω
to let fall in drops upon, pour upon, shed over
ShortDef
to let fall in drops upon, pour upon, shed over
Debugging
Headword:
καταστάζω
Headword (normalized):
καταστάζω
Headword (normalized/stripped):
κατασταζω
IDX:
46674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46675
Key:
Data
{'content': 'to let fall in drops upon, pour upon, shed over'}